σπανάκι

σπανάκι
Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η καλλιέργεια του διαδόθηκε σχεδόν παντού. Το φυτό αυτό έχει άνθη άσημα, πρασινωπά, κατά επάκριους βότρεις, απ’ τους οποίους είναι πιο μακρείς οι αρσενικοί και πιο κοντοί και συμπαγείς οι θηλυκοί. Ο καρπός του είναι ένα τριγωνικό αχαίνιο, που ανάλογα με την ποικιλία είναι λείο ή αγκαθωτό. Έχει βλαστό όρθιο, κοίλο, ύψους 0,30 - 1 μ., κατά το πλείστον με διακλαδώσεις και φύλλα περισσότερο ή λιγότερο βελονοειδή, έντονα πράσινα, λιπαρά, χυμώδη και εύθραυστα. Τα παράρριζα, μεγάλα, μακρόμισχα, αποτελούν το εδώδιμο μέρος του φυτού. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται, διακρίνονται σε χειμερινές (ολλανδική, χειμερινός γίγας, κοινή) και καλοκαιρινές (βίκινγκ, μαρουλόφυλλο, κοινό καλοκαιρινό). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χειμερινές, στις οποίες η οψιμότητα της ανθοφορίας, σε σχέση με τη βλαστική ανάπτυξη, επιτρέπει ώστε η συλλογή των φύλλων να πραγματοποιείται περισσότερο από μία φορά. Πρόκειται άλλωστε για εύγευστο και υγιεινό λαχανικό, με αξιόλογη θρεπτική αξία. Ευδοκιμεί στα γόνιμα, δροσερά χώματα που λιπαίνονται άφθονα. Η σπορά γίνεται στο προετοιμασμένο χωράφι, στα πεταχτά ή κατά γραμμές. Ανάλογα με την ποικιλία συγκομίζονται, είτε τα φύλλα, είτε ολόκληρα τα φυτά με ξερίζωμα. Στην Ελλάδα μαγειρεύεται κατά πολλούς τρόπους (σπανακόρυζο, σπανακόπιτα).
* * *
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Spinacea oleracea, που καλλιεργείται για τα εδώδιμα φύλλα του και ανήκει στην οικογένεια χηνοποδιίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη τών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπινάκι(ο)ν (με προληπτική αφομοίωση τού -ι- σε -α-) < περσ. aspanāh, μέσω ενός αμάρτυρου λατ. *spinaceum με παρετυμολ. επίδραση τού λατ. spina «βάτος, αγκάθι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπανάκι — το (λ. λατιν.), είδος λαχανικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπανακόπιτα — η, Ν πίτα με γέμιση από σπανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπανάκι + πίτα] …   Dictionary of Greek

  • σπανακόρυζο — το, Ν φαγητό που παρασκευάζεται με σπανάκι και ρύζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπανάκι + ρύζι] …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • Spanakopita — Spanikopita (Greek σπανάκι + πίτα , spinach + pie) is a Greek pastry with a filling of spinach, feta cheese (sometimes in combination with ricotta cheese for value), onions or green onions, egg, and seasoning. The filling is wrapped in layers of… …   Wikipedia

  • Spanakopita — Una porción de spanakopita. El spanakopita (del griego σπανάκι, ‘espinacas’, y πίτα, ‘tarta’) es un pastel salado griego relleno de espinaca troceada, queso feta (a veces mezclado con ricota, que es más barato), cebolla o cebolleta, huevo y… …   Wikipedia Español

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”